- εκχυμώ
- (-όω) (Α ἐκχυμῶ)1. βγάζω τον χυμό καρπού ή φυτού2. παθ. ἐκχυμοῡμαι(για τριχοειδή αγγεία) γεμίζω αίμα, σπάζω, και έτσι διαχέω το περιεχόμενο αίμα κάτω από το δέρμα και σχηματίζω εκχυμώσεις, αιματώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… … Dictionary of Greek
παλινεκχυμενίτας — παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α) αυτός που σπαταλά εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ] … Dictionary of Greek
συνεκχυμώ — όω, Α βοηθώ τη φύση στην κένωση τών αγγείων τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκχυμῶ «βγάζω τον χυμό»] … Dictionary of Greek